- ἐξαλειπτικός
- ἐξᾰλειπ-τικός, ή, όν,A obliterating,
τύπος ἐ. τοῦ προτέρου S.E.M.7.373
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύπος ἐ. τοῦ προτέρου S.E.M.7.373
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξαλειπτικός — obliterating masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαλειπτικός — ή, ό (AM ἐξαλειπτικός, ή, όν) [εξαλείφω] αυτός που προκαλεί εξάλειψη … Dictionary of Greek